μιλτοφυρής

μιλτοφυρής
μιλτο-φῠρής, ές,
A daubed with red,

σχοῖνος AP6.103

(Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μιλτοφυρής — μιλτοφυρής, ές (Α) αναμεμιγμένος με μίλτο, με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + φυρής (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. χερι φυρής] …   Dictionary of Greek

  • μιλτοφυρῆ — μιλτοφυρής daubed with red neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μιλτοφυρής daubed with red masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μιλτοφυρής daubed with red masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”